(η)λιογέννητος

(η)λιογέννητος
(η)λιογέννητος
-η, -ο
πολύ όμορφος: Λιογέννητη κόρη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λιογέννητος — η, ο βλ. ηλιογέννητος …   Dictionary of Greek

  • ηλιογέννητος — και λιογέννητος, η, ο (Μ ἡλιογέννητος, ον) ο γεννημένος από τον ήλιο, ωραίος σαν τον ήλιο («κοράσιον ἡλιογέννητον», Λίβ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + γεννητός (< γεννώ)] …   Dictionary of Greek

  • λιο- — (I) α συνθετικό λέξεων τής Νέας Ελληνικής (κυρίως λογοτεχνικών ή διαλεκτικών) που σχηματίστηκε από το ηλι(ο) * (< ήλιος), με σίγηση τού αρκτικού η , και δηλώνει ότι αυτό που σημαίνει το β΄ συνθετικό είτε αναφέρεται στον ήλιο (λιοβασίλεμα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”